σεγκυερινός

σεγκυερινός
-ή, -ό, Ν
φρ. «Σεγκυερινά Λεξικά»
φιλολ. έξι χειρόγραφα λεξικά τής Ελληνικής, ανώνυμου συγγραφέα, τα οποία βρίσκονται στην Εθνική Βιβλιοθήκη τού Παρισιού, με σπουδαιότερο το έκτο, που επιγράφεται «Συναγωγή λέξεων χρησίμων ἐκ διαφόρων σοφῶν τε καὶ ῥητόρων πολλῶν».
[ΕΤΥΜΟΛ. < νεολατ. Lexica Seguierina < (Pierre) Seguier, όν. ενός από τους ιδρυτές τής Γαλλικής Ακαδημίας, στού οποίου την κατοχή βρίσκονταν τα λεξικά αυτά].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”